- ψυχώνω
- ψυχῶ, -όω, ΝΜΑ [ψυχή]νεοελλ.1. εμψυχώνω, ενθαρρύνω2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ψυχωμένος, -η, -ογενναίος, θαρραλέοςμσν.παθ. ψυχοῡμαι, -όομαιριζώνω σαν φυτό και αντλώ ζωή («εἰς ἐμένα ἐψυχώθη ἀπέσω εἰς τὴν καρδίαν, καὶ ὅλον περιέπλεξέ με», Λίβ. Ροδ.)μσν.-αρχ.εμβάλλω σε κάτι ψυχή, τού δίνω ζωή, καθιστώ κάτι έμβιο («τίς λίθον ἐψύχωσε;», Ανθ. Παλ.)αρχ.ζωντανεύω κάτι γεμίζοντάς το με έμβια όντα («ψυχοῡν ποταμόν», Φίλ.).
Dictionary of Greek. 2013.